↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πευκόφυτος η πευκόφυτη το πευκόφυτο
      γενική του πευκόφυτου της πευκόφυτης του πευκόφυτου
    αιτιατική τον πευκόφυτο την πευκόφυτη το πευκόφυτο
     κλητική πευκόφυτε πευκόφυτη πευκόφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πευκόφυτοι οι πευκόφυτες τα πευκόφυτα
      γενική των πευκόφυτων των πευκόφυτων των πευκόφυτων
    αιτιατική τους πευκόφυτους τις πευκόφυτες τα πευκόφυτα
     κλητική πευκόφυτοι πευκόφυτες πευκόφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Πευκόφυτος λόφος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πευκόφυτος < πεύκ(ο) + -ό- + -φυτος ( < φύομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

πευκόφυτος, -η, -ο

  • καλυμμένος με πεύκα
    πευκόφυτες πλαγιές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία