pin
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pin | pins |
pin (en)
- η καρφίτσα
- η περόνη
- (ηλεκτρολογία) η ακίδα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | pin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pins |
αόριστος | pinned |
παθητική μετοχή | pinned |
ενεργητική μετοχή | pinning |
pin (en)
- καρφιτσώνω, πιάνω, ενώνω κάτι σε άλλο πράγμα ή κλείνω πράγματα μεταξύ τους με μια καρφίτσα κτλ.
- ⮡ I pinned the map to the board.
- Καρφίτσωσα τον χάρτη στον πίνακα.
- ⮡ I haphazardly pinned up my pants with a safety pin.
- Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.
- ⮡ I pinned the map to the board.