περόνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περόνη < αρχαία ελληνική περόνη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περόνη θηλυκό
- (ανατομία) μακρύ οστό της κνήμης, προς την έξω πλευρά
- η κνήμη και η περόνη είναι τα κόκαλα της γάμπας
- καρφίτσα, ιδιαίτερα αυτή που συνδέει δύο τμήματα ενός ενδύματος μεταξύ τους
- εξάρτημα σε σχήμα καρφιού, το οποίο, όταν μπει στη θέση του, συνδέει δύο διαφορετικά τμήματα ενός μηχανισμού και/ή τον ασφαλίζει
- τράβηξε την περόνη της χειροβομβίδας και την πέταξε
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περόνη
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περόνη < πείρω, τρυπώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περόνη θηλυκό
- βελόνα, καρφί
- οξύ άκρο σε αντικείμενο
- (ειδικότερα) η περόνη στην πόρπη που συγκρατούσε το ένδυμα στους ώμους