Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βελονα-
ονομαστική βελόνη αἱ βελόναι
      γενική τῆς βελόνης τῶν βελονῶν
      δοτική τῇ βελόν ταῖς βελόναις
    αιτιατική τὴν βελόνην τὰς βελόνᾱς
     κλητική ! βελόνη βελόναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βελόν
γεν-δοτ τοῖν  βελόναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

1η κλίση - παροξύτονα θηλυκά σε με βραχύ φωνήεν στην παραλήγουσα.

βελόνη, τῆς βελόνης, αἱ βελόναι, τῶν βελονῶν

Δείτε και το δίκη, με δίχρονο βραχύ.


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'γνώμη'}}