πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόρπη οι πόρπες
      γενική της πόρπης των πορπών
    αιτιατική την πόρπη τις πόρπες
     κλητική πόρπη πόρπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ρωμαϊκές πόρπες

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόρπη θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η αγκράφα της ζώνης για τη μέση, κυρίως η πολυτελής που είναι από μόνη της κόσμημα
  2. (αρχαιολογία, κόσμημα) το κόσμημα με το οποίο συγκρατούσαν στους ώμους τον πέπλο και τον χιτώνα
     συνώνυμα: περόνη
  3. καρφίτσα για τα μαλλιά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόρπη αἱ πόρπαι
      γενική τῆς πόρπης τῶν πορπῶν
      δοτική τῇ πόρπ ταῖς πόρπαις
    αιτιατική τὴν πόρπην τὰς πόρπᾱς
     κλητική ! πόρπη πόρπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόρπ
γεν-δοτ τοῖν  πόρπαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βοιωτική πόρπη με γοργόνειο, του 6ου αι. π.Χ., Λούβρο

ζητούμενο λήμμα