ζώνη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζώνη | οι | ζώνες |
γενική | της | ζώνης | των | ζωνών |
αιτιατική | τη | ζώνη | τις | ζώνες |
κλητική | ζώνη | ζώνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζώνη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ζώνη [1] < ζώννυμι
- για σύγχρονους όρους τεχνολογίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλικά zone, γαλλική zone, γερμανική Zone < αρχαία ελληνική ζώνη
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈzo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζώ‐νη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζώνη θηλυκό
- (ενδυμασία, και αλλού) δερμάτινη (ή κι από άλλο υλικό) λωρίδα, την οποία τυλίγουμε γύρω από τη μέση μας, συνήθως για να συγκρατούμε τα ρούχα μας αλλά και για άλλους λόγους: διακοσμητικούς, θεραπευτικούς κ.ά.
- οτιδήποτε μοιάζει με ζώνη (1)
- έπαθλο ή διακριτικό αθλητών πολεμικών τεχνών
- ↪ μαύρη ζώνη στο καράτε
- (μεταφορικά) (με επιθετικό προσδιορισμό) περιοχή στην οποία συμβαίνει ό,τι ορίζει ο επιθετικός προσδιορισμός
- ↪ εμπόλεμη ζώνη
- (μεταφορικά) χρονική περίοδος
- ↪ διαφημιστική ζώνη
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- ζώνη ασφαλείας: ζώνη με την οποία συγκρατούμαστε στο κάθισμα του αυτοκινήτου σε περίπτωση αυτχήματος
- ἡ ἐν οὐρανῷ ζώνη : το ουράνιο τόξο
- (δίκτυο υπολογιστών) εύρος ζώνης, ζωνικό εύρος
- ζώνη προσγείωσης
- ζώνη συχνοτήτων
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζώνη
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζώνη | αἱ | ζῶναι |
γενική | τῆς | ζώνης | τῶν | ζωνῶν |
δοτική | τῇ | ζώνῃ | ταῖς | ζώναις |
αιτιατική | τὴν | ζώνην | τὰς | ζώνᾱς |
κλητική ὦ! | ζώνη | ζῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζώνη < ζώννυμι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζώνη
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ζώνη» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ζώνη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «ζώνη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.