ζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζώνω < αρχαία ελληνική ζώννυμι, αόριστος: ἔζωσα
Ρήμα
επεξεργασίαζώνω, πρτ.: έζωνα, στ.μέλλ.: θα ζώσω, αόρ.: έζωσα, παθ.φωνή: ζώνομαι, μτχ.π.π.: ζωσμένος
- σφίγγω με μία ζώνη, ένα λουρί
- περικυκλώνω μια περιοχή με δυνάμεις στρατιωτικές ή αστυνομικές
Εκφράσεις
επεξεργασία- με ζώνουν τα φίδια: ανησυχώ σοβαρά