περικυκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περικυκλώνω < αρχαία ελληνική περικυκλόω / περικυκλῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.ciˈklo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαπερικυκλώνω (παθητική φωνή: περικυκλώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απερικύκλωτος
- συμπερικυκλωσιά
- περικύκλωμα
- περικυκλωμένος
- περικύκλωση
- περικυκλωσιά
- περικυκλώσιμος
- → δείτε τις λέξεις περί, κυκλώνω και κύκλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περικυκλώνω | περικύκλωνα | θα περικυκλώνω | να περικυκλώνω | περικυκλώνοντας | |
β' ενικ. | περικυκλώνεις | περικύκλωνες | θα περικυκλώνεις | να περικυκλώνεις | περικύκλωνε | |
γ' ενικ. | περικυκλώνει | περικύκλωνε | θα περικυκλώνει | να περικυκλώνει | ||
α' πληθ. | περικυκλώνουμε | περικυκλώναμε | θα περικυκλώνουμε | να περικυκλώνουμε | ||
β' πληθ. | περικυκλώνετε | περικυκλώνατε | θα περικυκλώνετε | να περικυκλώνετε | περικυκλώνετε | |
γ' πληθ. | περικυκλώνουν(ε) | περικύκλωναν περικυκλώναν(ε) |
θα περικυκλώνουν(ε) | να περικυκλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περικύκλωσα | θα περικυκλώσω | να περικυκλώσω | περικυκλώσει | ||
β' ενικ. | περικύκλωσες | θα περικυκλώσεις | να περικυκλώσεις | περικύκλωσε | ||
γ' ενικ. | περικύκλωσε | θα περικυκλώσει | να περικυκλώσει | |||
α' πληθ. | περικυκλώσαμε | θα περικυκλώσουμε | να περικυκλώσουμε | |||
β' πληθ. | περικυκλώσατε | θα περικυκλώσετε | να περικυκλώσετε | περικυκλώστε | ||
γ' πληθ. | περικύκλωσαν περικυκλώσαν(ε) |
θα περικυκλώσουν(ε) | να περικυκλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περικυκλώσει | είχα περικυκλώσει | θα έχω περικυκλώσει | να έχω περικυκλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις περικυκλώσει | είχες περικυκλώσει | θα έχεις περικυκλώσει | να έχεις περικυκλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει περικυκλώσει | είχε περικυκλώσει | θα έχει περικυκλώσει | να έχει περικυκλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περικυκλώσει | είχαμε περικυκλώσει | θα έχουμε περικυκλώσει | να έχουμε περικυκλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε περικυκλώσει | είχατε περικυκλώσει | θα έχετε περικυκλώσει | να έχετε περικυκλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περικυκλώσει | είχαν περικυκλώσει | θα έχουν περικυκλώσει | να έχουν περικυκλώσει |
|