ενεστώτας surround
γ΄ ενικό ενεστώτα surrounds
αόριστος surrounded
παθητική μετοχή surrounded
ενεργητική μετοχή surrounding

surround (en)

  1. περιβάλλω, περιστοιχίζω, τριγυρίζω, περιτριγυρίζω, βρίσκομαι γύρω από κάποιον ή κάτι
    ⮡  A wooden fence surrounds the garden.
    Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
    ⮡  The tower is surrounded by a deep moat.
    Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
    ⮡  The square is surrounded by trees.
    Η πλατεία περιστοιχίζεται από δέντρα.
    ⮡  a garden surrounded by roses - κήπος τριγυρισμένος από τριαντάφυλλα
    ⮡  The valley is surrounded by hills.
    Η κοιλάδα περιτριγυρίζεται από λόφους.
  2. κυκλώνω, περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κάποιον ή κάτι
    ⮡  The police surrounded the block.
    Η αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο.
    ⮡  The police surrounded the building.
    Η αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο.
    ⮡  We are surrounded on all sides.
    Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι.
    ⮡  Surrender; we have you surrounded from all sides.
    Παραδοθείτε· σας έχουμε περικυκλώσει από παντού.
  3. που σχετίζεται με κάτι
    ⮡  The report explores the issues surrounding the case.
    Η έκθεση εξετάζει τα ζητήματα που σχετίζονται με την υπόθεση.
  4. περιστοιχίζω, είμαι γύρω από κάποιον και αποτελώ τη συνοδεία του
    ⮡  Sycophants and opportunists surround him.
    Τον περιστοιχίζουν κόλακες και καιροσκόποι.
    ⮡  She is surrounded by a crowd of fans.
    Περιστοιχίζεται από πλήθος θαυμαστές.