surround
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | surround |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surrounds |
αόριστος | surrounded |
παθητική μετοχή | surrounded |
ενεργητική μετοχή | surrounding |
Ρήμα
επεξεργασίαsurround (en)
- περιβάλλω, περιστοιχίζω, τριγυρίζω, περιτριγυρίζω, βρίσκομαι γύρω από κάποιον ή κάτι
- ⮡ A wooden fence surrounds the garden.
- Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
- ⮡ The tower is surrounded by a deep moat.
- Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
- ⮡ The square is surrounded by trees.
- Η πλατεία περιστοιχίζεται από δέντρα.
- ⮡ a garden surrounded by roses - κήπος τριγυρισμένος από τριαντάφυλλα
- ⮡ The valley is surrounded by hills.
- Η κοιλάδα περιτριγυρίζεται από λόφους.
- ⮡ A wooden fence surrounds the garden.
- κυκλώνω, περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κάποιον ή κάτι
- ⮡ The police surrounded the block.
- Η αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο.
- ⮡ The police surrounded the building.
- Η αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο.
- ⮡ We are surrounded on all sides.
- Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι.
- ⮡ Surrender; we have you surrounded from all sides.
- Παραδοθείτε· σας έχουμε περικυκλώσει από παντού.
- ⮡ The police surrounded the block.
- που σχετίζεται με κάτι
- ⮡ The report explores the issues surrounding the case.
- Η έκθεση εξετάζει τα ζητήματα που σχετίζονται με την υπόθεση.
- ⮡ The report explores the issues surrounding the case.
- περιστοιχίζω, είμαι γύρω από κάποιον και αποτελώ τη συνοδεία του
- ⮡ Sycophants and opportunists surround him.
- Τον περιστοιχίζουν κόλακες και καιροσκόποι.
- ⮡ She is surrounded by a crowd of fans.
- Περιστοιχίζεται από πλήθος θαυμαστές.
- ⮡ Sycophants and opportunists surround him.