συμπερικυκλωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπερικυκλωσιά | οι | συμπερικυκλωσιές |
γενική | της | συμπερικυκλωσιάς | των | συμπερικυκλωσιών |
αιτιατική | τη | συμπερικυκλωσιά | τις | συμπερικυκλωσιές |
κλητική | συμπερικυκλωσιά | συμπερικυκλωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπερικυκλωσιά < (συν-) συμ- + περικύκλωσ(η) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπερικυκλωσιά[1] θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπερικυκλωσιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμπερικυκλωσιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)