↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερικύκλωτος η απερικύκλωτη το απερικύκλωτο
      γενική του απερικύκλωτου της απερικύκλωτης του απερικύκλωτου
    αιτιατική τον απερικύκλωτο την απερικύκλωτη το απερικύκλωτο
     κλητική απερικύκλωτε απερικύκλωτη απερικύκλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερικύκλωτοι οι απερικύκλωτες τα απερικύκλωτα
      γενική των απερικύκλωτων των απερικύκλωτων των απερικύκλωτων
    αιτιατική τους απερικύκλωτους τις απερικύκλωτες τα απερικύκλωτα
     κλητική απερικύκλωτοι απερικύκλωτες απερικύκλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απερικύκλωτος < α- + περικυκλώ(νω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

απερικύκλωτος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. απερικύκλωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)