Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περικυκλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περικυκλωμέν
ος
η
περικυκλωμέν
η
το
περικυκλωμέν
ο
γενική
του
περικυκλωμέν
ου
της
περικυκλωμέν
ης
του
περικυκλωμέν
ου
αιτιατική
τον
περικυκλωμέν
ο
την
περικυκλωμέν
η
το
περικυκλωμέν
ο
κλητική
περικυκλωμέν
ε
περικυκλωμέν
η
περικυκλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περικυκλωμέν
οι
οι
περικυκλωμέν
ες
τα
περικυκλωμέν
α
γενική
των
περικυκλωμέν
ων
των
περικυκλωμέν
ων
των
περικυκλωμέν
ων
αιτιατική
τους
περικυκλωμέν
ους
τις
περικυκλωμέν
ες
τα
περικυκλωμέν
α
κλητική
περικυκλωμέν
οι
περικυκλωμέν
ες
περικυκλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
περικυκλωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
περικυκλώνω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απερικύκλωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περικυκλωμένος
αγγλικά
:
encircled
(en)
,
surrounded
(en)
γαλλικά
:
encerclé
(fr)
,
entouré
(fr)