Δείτε επίσης: περικυκλέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περικυκλόω < περι- + κυκλόω

περικυκλόω

  1. περικυκλώνω
  2. περικλείω
  3. (ελληνιστική κοινή) λέω, αναφέρω, εξιστορώ
    ※  Ποῖος στρατιώτης γέγονας, ἵνα παρεμβολὴν βαλὼν σὺ πληγῇς; περικυκλεῖς ψευδῆ λόγον. ((Ψευδο-)Λουκιανός, Ὠκύπους, 62-63)