εξιστορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξιστορώ < αρχαία ελληνική ἐξιστορέω / ἐξιστορῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.stoˈɾo/
Ρήμα
επεξεργασίαεξιστορώ (παθητική φωνή: εξιστορούμαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανεξιστόρητος
- εξιστόρηση
- εξιστορήσιμος
- → δείτε τη λέξη ιστορία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξιστορώ | εξιστορούσα | θα εξιστορώ | να εξιστορώ | εξιστορώντας | |
β' ενικ. | εξιστορείς | εξιστορούσες | θα εξιστορείς | να εξιστορείς | (εξιστόρει) | |
γ' ενικ. | εξιστορεί | εξιστορούσε | θα εξιστορεί | να εξιστορεί | ||
α' πληθ. | εξιστορούμε | εξιστορούσαμε | θα εξιστορούμε | να εξιστορούμε | ||
β' πληθ. | εξιστορείτε | εξιστορούσατε | θα εξιστορείτε | να εξιστορείτε | εξιστορείτε | |
γ' πληθ. | εξιστορούν(ε) | εξιστορούσαν(ε) | θα εξιστορούν(ε) | να εξιστορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξιστόρησα | θα εξιστορήσω | να εξιστορήσω | εξιστορήσει | ||
β' ενικ. | εξιστόρησες | θα εξιστορήσεις | να εξιστορήσεις | εξιστόρησε | ||
γ' ενικ. | εξιστόρησε | θα εξιστορήσει | να εξιστορήσει | |||
α' πληθ. | εξιστορήσαμε | θα εξιστορήσουμε | να εξιστορήσουμε | |||
β' πληθ. | εξιστορήσατε | θα εξιστορήσετε | να εξιστορήσετε | εξιστορήστε | ||
γ' πληθ. | εξιστόρησαν εξιστορήσαν(ε) |
θα εξιστορήσουν(ε) | να εξιστορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξιστορήσει | είχα εξιστορήσει | θα έχω εξιστορήσει | να έχω εξιστορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξιστορήσει | είχες εξιστορήσει | θα έχεις εξιστορήσει | να έχεις εξιστορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξιστορήσει | είχε εξιστορήσει | θα έχει εξιστορήσει | να έχει εξιστορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξιστορήσει | είχαμε εξιστορήσει | θα έχουμε εξιστορήσει | να έχουμε εξιστορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξιστορήσει | είχατε εξιστορήσει | θα έχετε εξιστορήσει | να έχετε εξιστορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξιστορήσει | είχαν εξιστορήσει | θα έχουν εξιστορήσει | να έχουν εξιστορήσει |
|