ανεξιστόρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξιστόρητος < αν- (στερητικό α-) + εξιστορ(ώ) + -ητος < αρχαία ελληνική ἐξιστορέω / ἐξιστορῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.ksiˈsto.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐ξι‐στό‐ρη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ανεξιστόρητος, -ή, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να εξιστορηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξιστόρητος