Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιγράφω < αρχαία ελληνική περιγράφω < περί + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική décrire[1] [2])

  Ρήμα επεξεργασία

περιγράφω

  1. διηγούμαι με λόγια ή γραπτώς μια κατάσταση, ένα γεγονός ή ένα πράγμα
  2. γράφω γύρω από κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιγράφω < περί + γράφω

  Ρήμα επεξεργασία

περιγράφω

  1. γράφω γύρω από κάτι
  2. καθορίζω, ορίζω, περιορίζω, προσδιορίζω
  3. σχεδιάζω
  4. βάζω σε αγκύλες, διαγράφω, απορρίπτω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. περιγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περιγράφωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)