περιγραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιγραφικός < ελληνιστική κοινή περιγραφικός[1] [2] < αρχαία ελληνική περιγρᾰφή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική descriptif[1] [3])
Επίθετο
επεξεργασίαπεριγραφικός, -ή, -ό
- που περιγράφει
- που μπορεί να περιγράφει σαφώς, ζωηρά και παραστατικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- περιγραφικά / περιγραφικώς
- περιγραφικότητα
- → δείτε τις λέξεις περιγράφω, περί και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιγραφικός
- ↑ 1,0 1,1 περιγραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ περιγραφικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ περιγραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας