Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιγραφικός η περιγραφική το περιγραφικό
      γενική του περιγραφικού της περιγραφικής του περιγραφικού
    αιτιατική τον περιγραφικό την περιγραφική το περιγραφικό
     κλητική περιγραφικέ περιγραφική περιγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιγραφικοί οι περιγραφικές τα περιγραφικά
      γενική των περιγραφικών των περιγραφικών των περιγραφικών
    αιτιατική τους περιγραφικούς τις περιγραφικές τα περιγραφικά
     κλητική περιγραφικοί περιγραφικές περιγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

περιγραφικός < περι- + γράφω + -ικός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

περιγραφικός

  • Αυτός ο οποίος αναπαρασταίνει, δηλαδή εξηγεί το πως έχει μια κατάσταση, έννοια ή αντικείμενο.
    το να πείς οτι κάποιος μαθητής είναι καλός στα μαθήματα δεν είναι περιγραφικό (αλλά κανονιστικό), χρείαζομαι και επιπρόσθετες λεπτομέρειες, όπως τους βαθμούς του στα γραπτά διαγωνίσματα και στις προφορικές εξετάσεις

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία