Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιγραφικός η περιγραφική το περιγραφικό
      γενική του περιγραφικού της περιγραφικής του περιγραφικού
    αιτιατική τον περιγραφικό την περιγραφική το περιγραφικό
     κλητική περιγραφικέ περιγραφική περιγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιγραφικοί οι περιγραφικές τα περιγραφικά
      γενική των περιγραφικών των περιγραφικών των περιγραφικών
    αιτιατική τους περιγραφικούς τις περιγραφικές τα περιγραφικά
     κλητική περιγραφικοί περιγραφικές περιγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιγραφικός < ελληνιστική κοινή περιγραφικός[1] [2] < αρχαία ελληνική περιγρᾰφή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική descriptif[1] [3])

  Επίθετο επεξεργασία

περιγραφικός, -ή, -ό

  1. που περιγράφει
  2. που μπορεί να περιγράφει σαφώς, ζωηρά και παραστατικά

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 περιγραφικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. περιγραφικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. περιγραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας