ενεστώτας describe
γ΄ ενικό ενεστώτα describes
αόριστος described
παθητική μετοχή described
ενεργητική μετοχή describing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
describe < μέση αγγλική < παλαιά γαλλική < λατινική describo (describere) [1]

describe (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη scribe

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. describe - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)