περιορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περιορίζω < ελληνιστική κοινή περιορίζω (θέτω όρια)[1] < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werw ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική limiter)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
περιορίζω (παθητική φωνή: περιορίζομαι)
- μειώνω, ελαττώνω
- θέτω όρια
- εμποδίζω
- παραμένω
- εμποδίζω την επέκταση
- εξαναγκάζω κάποιον να παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, χωρίς δυνατότητα αποχώρησης
- φράσσω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιορίζω | περιόριζα | θα περιορίζω | να περιορίζω | περιορίζοντας | |
β' ενικ. | περιορίζεις | περιόριζες | θα περιορίζεις | να περιορίζεις | περιόριζε | |
γ' ενικ. | περιορίζει | περιόριζε | θα περιορίζει | να περιορίζει | ||
α' πληθ. | περιορίζουμε | περιορίζαμε | θα περιορίζουμε | να περιορίζουμε | ||
β' πληθ. | περιορίζετε | περιορίζατε | θα περιορίζετε | να περιορίζετε | περιορίζετε | |
γ' πληθ. | περιορίζουν(ε) | περιόριζαν περιορίζαν(ε) |
θα περιορίζουν(ε) | να περιορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιόρισα | θα περιορίσω | να περιορίσω | περιορίσει | ||
β' ενικ. | περιόρισες | θα περιορίσεις | να περιορίσεις | περιόρισε | ||
γ' ενικ. | περιόρισε | θα περιορίσει | να περιορίσει | |||
α' πληθ. | περιορίσαμε | θα περιορίσουμε | να περιορίσουμε | |||
β' πληθ. | περιορίσατε | θα περιορίσετε | να περιορίσετε | περιορίστε | ||
γ' πληθ. | περιόρισαν περιορίσαν(ε) |
θα περιορίσουν(ε) | να περιορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιορίσει | είχα περιορίσει | θα έχω περιορίσει | να έχω περιορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιορίσει | είχες περιορίσει | θα έχεις περιορίσει | να έχεις περιορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιορίσει | είχε περιορίσει | θα έχει περιορίσει | να έχει περιορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιορίσει | είχαμε περιορίσει | θα έχουμε περιορίσει | να έχουμε περιορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιορίσει | είχατε περιορίσει | θα έχετε περιορίσει | να έχετε περιορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιορίσει | είχαν περιορίσει | θα έχουν περιορίσει | να έχουν περιορίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ περιορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας