Ετυμολογία

επεξεργασία

περιορίζω (παθητική φωνή: περιορίζομαι)

  1. μειώνω, ελαττώνω
  2. θέτω όρια
  3. εμποδίζω
  4. παραμένω
  5. εμποδίζω την επέκταση
  6. εξαναγκάζω κάποιον να παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, χωρίς δυνατότητα αποχώρησης
  7. φράσσω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία