restrict
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | restrict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | restricts |
αόριστος | restricted |
παθητική μετοχή | restricted |
ενεργητική μετοχή | restricting |
Ρήμα
επεξεργασίαrestrict (en)
ενεστώτας | restrict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | restricts |
αόριστος | restricted |
παθητική μετοχή | restricted |
ενεργητική μετοχή | restricting |
restrict (en)