Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
curb curbs

curb (en)

ενεστώτας curb
γ΄ ενικό ενεστώτα curbs
αόριστος curbed
παθητική μετοχή curbed
ενεργητική μετοχή curbing

curb (en)

  • (μεταβατικό) περιορίζω, συγκρατώ κάτι, ειδικά κάτι κακό
    ⮡  We must curb the consumption of electricity/oil.
    Πρέπει να περιορίσουμε την κατανάλωση ρεύματος/πετρελαίου.
    ⮡  We are curbing inflation.
    Συγκρατούμε τον πληθωρισμό.

Συνώνυμα

επεξεργασία