Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

restrain (en)

  1. συγκρατώ, κρατώ υπό έλεγχο
     συνώνυμα: control
  2. περιορίζω, συγκρατώ μέσα σε κάποια όρια
     συνώνυμα: restrict, limit
  3. στερώ την ελευθερία