restrain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | restrain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | restrains |
αόριστος | restrained |
παθητική μετοχή | restrained |
ενεργητική μετοχή | restraining |
Ρήμα
επεξεργασίαrestrain (en)
- συγκρατώ, εμποδίζω κάτι που μεγαλώνει να γίνει πολύ μεγάλο
- συγκρατώ, κρατώ υπό έλεγχο
- στερώ την ελευθερία