ενεστώτας restrain
γ΄ ενικό ενεστώτα restrains
αόριστος restrained
παθητική μετοχή restrained
ενεργητική μετοχή restraining

restrain (en)

  1. συγκρατώ, εμποδίζω κάτι που μεγαλώνει να γίνει πολύ μεγάλο
    παράδειγμα  The government restrained inflation to low levels.
    Η κυβέρνηση συγκράτησε τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη curb
  2. συγκρατώ, κρατώ υπό έλεγχο
     συνώνυμα: control
  3. στερώ την ελευθερία