Δείτε επίσης: στερῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
στερώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερῶ, συνηρημένος τύπος του στερέω

στερώ, -είς..., αόρ.: στέρησα, παθ.φωνή: στερούμαι, π.αόρ.: στερήθηκα, μτχ.π.π.: στερημένος

  • αφαιρώ από κάποιον ή κάτι ένα στοιχείο που θεωρείται απαραίτητο
      Η κυβέρνηση στερεί από τους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία