Δείτε επίσης: Ελευθερία, ἐλευθερία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελευθερία < αρχαία ελληνική ἐλευθερία[1] < ἐλεύθερος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελευθερία οι ελευθερίες
      γενική της ελευθερίας των ελευθεριών
    αιτιατική την ελευθερία τις ελευθερίες
     κλητική ελευθερία ελευθερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ελευθερία θηλυκό

  1. η απουσία εξαναγκασμού και καταπίεσης και κάθε επιμέρους δικαίωμα που αυτή συνεπάγεται
    απόλυτη ελευθερία
  2. η απουσία καθεστώτος ξένης κατοχής ή τυραννίας
    έπεσε για την ελευθερία της πατρίδας του
  3. η απουσία εμποδίων
    ελευθερία κινήσεων
  4. η ανεξαρτησία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία