γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καθεστώς καθεστῶσ τὸ καθεστώς (καθεστός)
      γενική τοῦ καθεστῶτος τῆς καθεστώσης τοῦ καθεστῶτος
      δοτική τῷ καθεστῶτ τῇ καθεστώσ τῷ καθεστῶτ
    αιτιατική τὸν καθεστῶτ τὴν καθεστῶσᾰν τὸ καθεστώς (καθεστός)
     κλητική ! καθεστώς καθεστῶσ καθεστώς (καθεστός)
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καθεστῶτες αἱ καθεστῶσαι τὰ καθεστῶτ
      γενική τῶν καθεστώτων τῶν καθεστωσῶν τῶν καθεστώτων
      δοτική τοῖς καθεστῶσῐ(ν) ταῖς καθεστώσαις τοῖς καθεστῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς καθεστῶτᾰς τὰς καθεστώσᾱς τὰ καθεστῶτ
     κλητική ! καθεστῶτες καθεστῶσαι καθεστῶτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθεστῶτε τὼ καθεστώσ τὼ καθεστῶτε
      γεν-δοτ τοῖν καθεστώτοιν τοῖν καθεστώσαιν τοῖν καθεστώτοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καθεστώς, καθεστῶσα, καθεστώς

Άλλες μορφές

επεξεργασία