↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθεστωτικός η καθεστωτική το καθεστωτικό
      γενική του καθεστωτικού της καθεστωτικής του καθεστωτικού
    αιτιατική τον καθεστωτικό την καθεστωτική το καθεστωτικό
     κλητική καθεστωτικέ καθεστωτική καθεστωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθεστωτικοί οι καθεστωτικές τα καθεστωτικά
      γενική των καθεστωτικών των καθεστωτικών των καθεστωτικών
    αιτιατική τους καθεστωτικούς τις καθεστωτικές τα καθεστωτικά
     κλητική καθεστωτικοί καθεστωτικές καθεστωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθεστωτικός < καθεστώς + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καθεστωτικός

  1. που αναφέρεται σε ένα πολιτικό καθεστώς
  2. (συνήθως μειωτικό) που υποστηρίζει ένα συγκεκριμένο πολιτικό καθεστώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία