ενικός         πληθυντικός  
establishment establishments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
establishment < establish + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

establishment (en)

  1. η ίδρυση
    ⮡  the establishment of a company - η ίδρυση εταιρείας
     συνώνυμα: foundation, founding
  2. το ίδρυμα
    ⮡  charitable establishment - φιλανθρωπικό ίδρυμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη institute
  3. το κατάστημα
  4. το κατεστημένο