establishment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
establishment | establishments |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαestablishment (en)
- η ίδρυση
- ⮡ the establishment of a company - η ίδρυση εταιρείας
- ≈ συνώνυμα: foundation, founding
- το ίδρυμα
- το κατάστημα
- το κατεστημένο
Πηγές
επεξεργασία- establishment - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδρυμα