• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

establish

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

establish (en)

  1. καθιερώνω κάτι επίσημα ως θεσμό, καθιερώνομαι, επισημοποιώ
  2. ιδρύω, εγκαθιδρύω
  3. αποδεικνύω, επιβεβαιώνω, τεκμηριώνω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • established
  • establishment
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=establish&oldid=3806006"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Μαΐου 2017, στις 07:27
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Μαΐου 2017, στις 07:27.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie