establish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | establish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | establishes |
αόριστος | established |
παθητική μετοχή | established |
ενεργητική μετοχή | establishing |
Ρήμα
επεξεργασίαestablish (en)
- καθιερώνω κάτι επίσημα ως θεσμό, καθιερώνομαι, επισημοποιώ
- ιδρύω, εγκαθιδρύω
- αποδεικνύω, επιβεβαιώνω, τεκμηριώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδρύω