ενεστώτας establish
γ΄ ενικό ενεστώτα establishes
αόριστος established
παθητική μετοχή established
ενεργητική μετοχή establishing

establish (en)

  1. καθιερώνω κάτι επίσημα ως θεσμό, καθιερώνομαι, επισημοποιώ
  2. ιδρύω, εγκαθιδρύω
    That is how our party was established.
    Έτσι ιδρύθηκε το κόμμα μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη found
  3. αποδεικνύω, επιβεβαιώνω, τεκμηριώνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ιδρύω