τεκμηριώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεκμηριώνω < αρχαία ελληνική τεκμηριόω / τεκμηριῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.kmi.ɾiˈo.no/
Ρήμα
επεξεργασίατεκμηριώνω, πρτ.: τεκμηρίωνα, στ.μέλλ.: θα τεκμηριώσω, αόρ.: τεκμηρίωσα, παθ.φωνή: τεκμηριώνομαι, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος
- προσφέρω τεκμήρια για μία άποψη, θέση ή ισχυρισμό μου, αποδεικνύω του λόγου το αληθές με ντοκουμέντα, με αδιάσειστα στοιχεία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τεκμήριο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεκμηριώνω | τεκμηρίωνα | θα τεκμηριώνω | να τεκμηριώνω | τεκμηριώνοντας | |
β' ενικ. | τεκμηριώνεις | τεκμηρίωνες | θα τεκμηριώνεις | να τεκμηριώνεις | τεκμηρίωνε | |
γ' ενικ. | τεκμηριώνει | τεκμηρίωνε | θα τεκμηριώνει | να τεκμηριώνει | ||
α' πληθ. | τεκμηριώνουμε | τεκμηριώναμε | θα τεκμηριώνουμε | να τεκμηριώνουμε | ||
β' πληθ. | τεκμηριώνετε | τεκμηριώνατε | θα τεκμηριώνετε | να τεκμηριώνετε | τεκμηριώνετε | |
γ' πληθ. | τεκμηριώνουν(ε) | τεκμηρίωναν τεκμηριώναν(ε) |
θα τεκμηριώνουν(ε) | να τεκμηριώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τεκμηρίωσα | θα τεκμηριώσω | να τεκμηριώσω | τεκμηριώσει | ||
β' ενικ. | τεκμηρίωσες | θα τεκμηριώσεις | να τεκμηριώσεις | τεκμηρίωσε | ||
γ' ενικ. | τεκμηρίωσε | θα τεκμηριώσει | να τεκμηριώσει | |||
α' πληθ. | τεκμηριώσαμε | θα τεκμηριώσουμε | να τεκμηριώσουμε | |||
β' πληθ. | τεκμηριώσατε | θα τεκμηριώσετε | να τεκμηριώσετε | τεκμηριώστε | ||
γ' πληθ. | τεκμηρίωσαν τεκμηριώσαν(ε) |
θα τεκμηριώσουν(ε) | να τεκμηριώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τεκμηριώσει | είχα τεκμηριώσει | θα έχω τεκμηριώσει | να έχω τεκμηριώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τεκμηριώσει | είχες τεκμηριώσει | θα έχεις τεκμηριώσει | να έχεις τεκμηριώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τεκμηριώσει | είχε τεκμηριώσει | θα έχει τεκμηριώσει | να έχει τεκμηριώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τεκμηριώσει | είχαμε τεκμηριώσει | θα έχουμε τεκμηριώσει | να έχουμε τεκμηριώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τεκμηριώσει | είχατε τεκμηριώσει | θα έχετε τεκμηριώσει | να έχετε τεκμηριώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τεκμηριώσει | είχαν τεκμηριώσει | θα έχουν τεκμηριώσει | να έχουν τεκμηριώσει |
|