Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκμηριώνω < αρχαία ελληνική τεκμηριόω / τεκμηριῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.kmi.ɾiˈo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

τεκμηριώνω, πρτ.: τεκμηρίωνα, στ.μέλλ.: θα τεκμηριώσω, αόρ.: τεκμηρίωσα, παθ.φωνή: τεκμηριώνομαι, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία