Ετυμολογία

επεξεργασία

τεκμηριώνω, πρτ.: τεκμηρίωνα, στ.μέλλ.: θα τεκμηριώσω, αόρ.: τεκμηρίωσα, παθ.φωνή: τεκμηριώνομαι, μτχ.π.π.: τεκμηριωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία