Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdɒkjʊmənt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

document (en)

document (en)

  1. τεκμηριώνω
  2. καταγράφω σε έγγραφο

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • document στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
document documents

document (fr) αρσενικό