documentary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdocumentary (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- έγγραφος
- ⮡ documentary evidence - έγγραφη απόδειξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
documentary | documentaries |
documentary (en)
- το ντοκιμαντέρ
- ⮡ I will shoot a documentary about the Frankish occupation in Greece.
- Θα γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα.
- ⮡ I will shoot a documentary about the Frankish occupation in Greece.