doc
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doc | docs |
Ετυμολογία
επεξεργασία- doc < περικοπή του doctor, ή document ή documentary
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoc (en)
- (ανεπίσημο)
- → δείτε τη λέξη doctor (γιατρός)
- → δείτε τη λέξη document (έγγραφο)
- → δείτε τη λέξη documentary (ντοκιμαντέρ)