Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
doctor doctors

doctor (en)

  1. (ιατρική, επάγγελμα) ο/η γιατρός
      The doctor cured him of the ulcer.
    Ο γιατρός τον θεράπευσε από το έλκος.
  2. ο/η διδάκτορας, ο επιστήμονας που κατέχει διδακτορικό τίτλο
      Διδάκτορα Φιλοσοφίας - Doctor of Philosophy
ενεστώτας doctor
γ΄ ενικό ενεστώτα doctors
αόριστος doctored
παθητική μετοχή doctored
ενεργητική μετοχή doctoring

doctor (en)

  1. παραποιώ, νοθεύω, αλλάζω κάτι για να ξεγελάσω κάποιον
      They doctored the accounts.
    Παραποίησαν/Νόθεψαν τους λογαριασμούς.
  2. νοθεύω, προσθέτω κάτι επιβλαβές σε φαγητό ή ποτό
      They doctored the wine.
    Νόθεψαν το κρασί.



ζητούμενο λήμμα




Ουσιαστικό

επεξεργασία

doctor (ro) αρσενικό