πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάσκαλος οι δάσκαλοι
      γενική του δασκάλου
& δάσκαλου
των δασκάλων
    αιτιατική τον δάσκαλο τους δασκάλους
& δάσκαλους
     κλητική δάσκαλε δάσκαλοι
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, οι δασκάλοι.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δάσκαλος < διδάσκαλος < διδάσκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάσκαλος αρσενικό (θηλυκό δασκάλα ή δασκάλισσα)

  1. αυτός που διδάσκει
  2. (επάγγελμα, εκπαίδευση) ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο
  3. ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, ο μεγάλος ζωγράφος
  4. ο δεξιοτέχνης ενός μουσικού οργάνου
  5. (μεταφορικά) αυτός που αρέσκεται να δίνει συμβουλές στους άλλους
  6. (αργκό) ο αστυνόμος (στη γλώσσα των κακοποιών)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία