δασκάλεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδασκάλεμα ουδέτερο
- το να δίνει κάποιος συμβουλές και νουθεσίες
- η προετοιμασία κάποιου ώστε να δώσει με πειστικό τρόπο συγκεκριμένες και πιθανόν ψευδείς απαντήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία δασκάλεμα
|