Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δασκάλεμα τα δασκαλέματα
      γενική του δασκαλέματος των δασκαλεμάτων
    αιτιατική το δασκάλεμα τα δασκαλέματα
     κλητική δασκάλεμα δασκαλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασκάλεμα < δασκαλεύω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασκάλεμα ουδέτερο

  1. το να δίνει κάποιος συμβουλές και νουθεσίες
  2. η προετοιμασία κάποιου ώστε να δώσει με πειστικό τρόπο συγκεκριμένες και πιθανόν ψευδείς απαντήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία