δασκαλεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δασκαλεύω < δασκαλεύω
Ρήμα επεξεργασία
δασκαλεύω
- καθοδηγώ κάποιον στο πώς να φερθεί και στο τι να πει
- ο δικηγόρος φαίνεται ότι δεν τον είχε δασκαλέψει καλά το μάρτυρα κι εκείνος τα έκανε θάλασσα στο δικαστήριο