Ετυμολογία

επεξεργασία
δασκαλεύω < δασκαλεύω

δασκαλεύω

  • καθοδηγώ κάποιον στο πώς να φερθεί και στο τι να πει
ο δικηγόρος φαίνεται ότι δεν τον είχε δασκαλέψει καλά το μάρτυρα κι εκείνος τα έκανε θάλασσα στο δικαστήριο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία