καθοδηγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθοδηγώ < (ελληνιστική κοινή) καθοδηγέω, -ῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαθοδηγώ
- δείχνω σε κάποιον τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει για να φτάσει σε έναν προορισμό
- δίνω σε κάποιον συμβουλές και υποδείξεις για το πώς θα πετύχει κάτι
- (σε πολιτικά κόμματα, ιδίως κομμουνιστικά) εξηγώ ως ανώτερο ιεραρχικά στέλεχος ή ως εκλεγμένο όργανο την πολιτική γραμμή του κόμματος σε μια κομματική οργάνωση και κατευθύνω τη δράση της