καθοδηγητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
καθοδηγητής < καθοδηγώ, καθοδητη- + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθοδηγητής αρσενικό, καθοδηγήτρια θηλυκό
- αυτός που καθοδηγεί κάποιον, του δείχνει τον δρόμο, τον συμβουλεύει
- ανώτερο στέλεχος κομμουνιστικού κόμματος που καθοδηγεί μια οργάνωση, της εξηγεί την πολιτική γραμμή του κόμματος και κατευθύνει τη δράση της