Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθοδηγητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθοδηγητικ
ός
η
καθοδηγητικ
ή
το
καθοδηγητικ
ό
γενική
του
καθοδηγητικ
ού
της
καθοδηγητικ
ής
του
καθοδηγητικ
ού
αιτιατική
τον
καθοδηγητικ
ό
την
καθοδηγητικ
ή
το
καθοδηγητικ
ό
κλητική
καθοδηγητικ
έ
καθοδηγητικ
ή
καθοδηγητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθοδηγητικ
οί
οι
καθοδηγητικ
ές
τα
καθοδηγητικ
ά
γενική
των
καθοδηγητικ
ών
των
καθοδηγητικ
ών
των
καθοδηγητικ
ών
αιτιατική
τους
καθοδηγητικ
ούς
τις
καθοδηγητικ
ές
τα
καθοδηγητικ
ά
κλητική
καθοδηγητικ
οί
καθοδηγητικ
ές
καθοδηγητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθοδηγητικός
<
καθοδηγητής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
καθοδηγητικός, -ή, -ό
που συντελεί στην
καθοδήγηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθοδηγητικός
γαλλικά
:
directif
(fr)