dirigeant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dirigeant < diriger
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dirigeant | dirigeants |
θηλυκό | dirigeante | dirigeantes |
dirigeant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dirigeant | dirigeants |
θηλυκό | dirigeante | dirigeantes |
dirigeant (fr)