ιθύνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιθύνων & ιθύνοντας |
η | ιθύνουσα | το | ιθύνον |
γενική | του | ιθύνοντος & ιθύνοντα |
της | ιθύνουσας & ιθυνούσης* |
του | ιθύνοντος |
αιτιατική | τον | ιθύνοντα | την | ιθύνουσα | το | ιθύνον |
κλητική | ιθύνων & ιθύνοντα |
ιθύνουσα | ιθύνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιθύνοντες | οι | ιθύνουσες | τα | ιθύνοντα |
γενική | των | ιθυνόντων | των | ιθυνουσών | των | ιθυνόντων |
αιτιατική | τους | ιθύνοντες | τις | ιθύνουσες | τα | ιθύνοντα |
κλητική | ιθύνοντες | ιθύνουσες | ιθύνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιθύνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰθύνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἰθύνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈθi.non/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐θύ‐νων
- ομόηχο: ιθύνον
Μετοχή
επεξεργασία
ιθύνων, -ουσα, -ον
- (λόγιο, αρχαιοπρεπές) που κατευθύνει, που καθοδηγεί, που είναι αρχηγός ή επικεφαλής σε παγιωμένες εκφράσεις
- ※ ο αλυτρωτικός εθνικισμός, που αποτέλεσε τον πυλώνα του ιδεολογικού εποικοδομήματος και τον γνώμονα χάραξης της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών χωρών κατά τον «μακρό» 19ο αιώνα, έπαυσε να κατευθύνει τις επιλογές των ιθυνόντων και των αστών διανοουμένων των κρατών της Βαλκανικής στον Μεσοπόλεμο (Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο «γεωργικός εθνικισμός» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946), εκδ. Πατάκης, 2013)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ιθύνων νους
- ιθύνουσα τάξη
- ιθύνοντες (ουσιαστικοποιημένο, πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ευθύς