cerveau
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cerveau | cerveaux |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cerveau < cervel < λατινική cerebellum (μικρό μυαλό) < cerebrum
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cerveau (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cerveau | cerveaux |
cerveau (fr) αρσενικό