ιθύνοντες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ιθύνοντες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιθύνων
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιθύνοντες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής ιθύνων
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιθύνοντες αρσενικό (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιθύνων
- οι διευθύνοντες