διευθυντής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διευθυντής | οι | διευθυντές & διευθυντάδες ** |
γενική | του | διευθυντή & διευθυντού * |
των | διευθυντών & διευθυντάδων |
αιτιατική | τον | διευθυντή | τους | διευθυντές & διευθυντάδες |
κλητική | διευθυντή & διευθυντά * |
διευθυντές & διευθυντάδες | ||
* λόγιος τύπος σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος λόγου ** οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι | ||||
Κατηγορία όπως «καθηγητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διευθυντής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διευθυντής (λογιστής, ελεγκτής), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική directeur[1] < διευθύνω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική εὐθύνω < εὐθύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιευθυντής αρσενικό (θηλυκό διευθύντρια)
- ο επικεφαλής μιας υπηρεσίας, αυτός που τη διευθύνει
- ⮡ Ο διευθυντής του σχολείου αγόρασε καινούργιους πίνακες.
- ※ Κύριε Διευθυντά, ήλθα να υποβληθώ εις την θεραπείαν σας.
- ※ Κυρ-διευθυντά των δίσκων / έχω ένα νταλκά βαρύ.
- τραγούδι Κυρ-διευθυντά των δίσκων, μουσική: Νίκος Παπάζογλου, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Συγγενικά
επεξεργασία- διευθυντήριο
- διευθυντικός
- διευθύντρια
- υποδιευθυντής
- υποδιευθύντρια
- → και δείτε τις λέξεις διευθύνω και ευθύς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διευθυντής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διευθυντής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διευθυντής | οἱ | διευθυνταί |
γενική | τοῦ | διευθυντοῦ | τῶν | διευθυντῶν |
δοτική | τῷ | διευθυντῇ | τοῖς | διευθυνταῖς |
αιτιατική | τὸν | διευθυντήν | τοὺς | διευθυντᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διευθυντᾰ́ | διευθυνταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διευθυντᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διευθυνταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διευθυντής < διά (δι-) + αρχαία ελληνική εὐθύν(ω) + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιευθυντής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διευθύνω
Πηγές
επεξεργασία- διευθυντής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διευθυντής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.