ενικός         πληθυντικός  
director directors

Ουσιαστικό

επεξεργασία

director (en)

  1. (επάγγελμα) ο διευθυντής
      a clinic director - διευθυντής κλινικής
      director of studies - διευθυντής σπουδών
      hospital administrative director - διοικητικός διευθυντής νοσοκομείου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη boss
  2. (επάγγελμα) ο σκηνοθέτης
      This director knows nothing about acting.
    Αυτός ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τίποτα για την υποκριτική.



Ουσιαστικό

επεξεργασία

director (ro) αρσενικό : director

  1. ο διευθυντής

director (ro) : director

  1. διευθύνων