Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
boss bosses

boss (en)

  • (επάγγελμα) το αφεντικό, ο προϊστάμενος, ο διευθυντής, ένα άτομο που είναι υπεύθυνο για άλλα άτομα στη δουλειά και τους λέει τι να κάνουν ή άτομο που είναι υπεύθυνος ενός μεγάλου οργανισμού
    ⮡  the workers and their bosses - οι εργάτες και τ' αφεντικά τους
    ⮡  I am the boss in this shop.
    Το αφεντικό σε αυτό το μαγαζί είμαι εγώ.
    ⮡  the boss of an office/a department - ο προϊστάμενος γραφείο/τμήματος
    ⮡  Where is the boss?
    Πού είναι ο διευθυντής;

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας boss
γ΄ ενικό ενεστώτα bosses
αόριστος bossed
παθητική μετοχή bossed
ενεργητική μετοχή bossing

boss (en)

  • κάνω το αφεντικό, λέω σε κάποιον τι να κάνει με επιθετικό και/ή ενοχλητικό τρόπο
    ⮡  He likes to boss everyone around.
    Θέλει να κάνει το αφεντικό σε όλους.