manager
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
manager (en)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- (πληροφορική) file manager, package manager
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manager | managers |
manager (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ΡήμαΕπεξεργασία
manager (fr)