chief
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | chief |
συγκριτικός | chiefer / more chief |
υπερθετικός | chiefest / most chief |
chief (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος, πρωταρχικός, το πιο σημαντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chief | chiefs |
chief (en)
Πηγές
επεξεργασία- chief (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- chief (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- chief - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 488, 757. ISBN 9780194325684., λήμμα: κύριος, πρωταρχικός