main
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmain (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος, πρωταρχικός, το μεγαλύτερο ή σημαντικότερο στο είδος του
- ⮡ the main course of a meal - το κύριο φαγητό ενός γεύματος
- ⮡ the main street of the village - ο κύριος δρόμος του χωριού
- ⮡ The main reason why…
- Ο κύριος λόγος που…
- ⮡ His main enemy is laziness.
- Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
- ⮡ the main cause of his failure - η πρωταρχική αιτία της αποτυχίας του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
main | mains |
main (en)
- ο μεγάλος σωλήνας που μεταφέρει νερό ή αέριο σε ένα κτίριο ή το μεγάλο καλώδιο που μεταφέρει ηλεκτρισμό σε ένα κτίριο
- ⮡ The broken main gushed water and flooded the road.
- Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.
- ⮡ The broken main gushed water and flooded the road.
Πηγές
επεξεργασία- main (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- main (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 488, 757. ISBN 9780194325684., λήμμα: κύριος, πρωταρχικός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
main | mains |
main (fr) θηλυκό
- το χέρι