Επίθετο

επεξεργασία

main (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κύριος, πρωταρχικός, το μεγαλύτερο ή σημαντικότερο στο είδος του
    ⮡  the main course of a meal - το κύριο φαγητό ενός γεύματος
    ⮡  the main street of the village - ο κύριος δρόμος του χωριού
    ⮡  The main reason why…
    Ο κύριος λόγος που…
    ⮡  His main enemy is laziness.
    Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.
    ⮡  the main cause of his failure - η πρωταρχική αιτία της αποτυχίας του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
main mains

main (en)

  • ο μεγάλος σωλήνας που μεταφέρει νερό ή αέριο σε ένα κτίριο ή το μεγάλο καλώδιο που μεταφέρει ηλεκτρισμό σε ένα κτίριο
    ⮡  The broken main gushed water and flooded the road.
    Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
main mains

main (fr) θηλυκό