• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

leading

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

leading (en)

  1. που οδηγεί, που είναι μπροστά
  2. ηγούμενος
  3. (κατ' επέκταση) κύριος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

leading (en)

  1. οδήγηση, καθοδήγηση
  2. (τυπογραφία) διάστιχο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=leading&oldid=4854040"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie